ἀνταλλάσσονται

ἀνταλλάσσονται
ἀνταλλάσσω
exchange
pres ind mp 3rd pl
ἀνταλλάσσω
exchange
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλληλογραφία — Η ανταπόκριση που γίνεται με την ανταλλαγή επιστολών ή εγγράφων· η επιστολογραφία. Η α. αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα μέσα επικοινωνίας και καλύπτει τη στοιχειώδη ανάγκη των ανθρώπων για αμοιβαία ενημέρωση και πληροφόρηση. Σε ό,τι αφορά την… …   Dictionary of Greek

  • ανταλλαγή — Η αλλαγή ενός πράγματος με έναάλλο. Στις πρωτόγονες οικονομίες, τα οικονομικά αγαθά ανταλλάσσονται πάντοτε μεταξύ τους (ο ψαράς προσφέρει τα ψάρια του στον αγρότη και παίρνει ως αντάλλαγμα σιτάρι), χωρίς προσφυγή στον ενδιάμεσο ρόλο του χρήματος …   Dictionary of Greek

  • Φίσερ, Ίρβινγκ — (Fischer, Σόγκερτις, Νέα Υόρκη 1867 – Νέα Υόρκη 1947). Αμερικανός οικονομολόγος. Ήταν ένας από τους υποστηρικτές της λεγόμενης ποσοτικής θεωρίας του χρήματος, κατά την οποία το επίπεδο των τιμών είναι ευθέως ανάλογο προς την ποσότητα του χρήματος …   Dictionary of Greek

  • έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… …   Dictionary of Greek

  • αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… …   Dictionary of Greek

  • εισόδημα — Ροή χρημάτων, αγαθών ή υπηρεσιών προς ένα πρόσωπο ή οικονομική μονάδα σε μια ορισμένη χρονική περίοδο. Συνήθως αποτελεί την απόδοση ή την ανταμοιβή ενός συντελεστή παραγωγής, όπως είναι ο μισθός για την εργασία, ο τόκος για το κεφάλαιο, το… …   Dictionary of Greek

  • υποαερισμός — ο, Ν ιατρ. ελάττωση τού όγκου τών αερίων που ανταλλάσσονται με την αναπνοή μεταξύ τού αίματος και τών πνευμονικών κυψελίδων, ελάττωση η οποία δημιουργεί υποξαιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + αέρας + ισμός*. Η λ. είναι αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • χρηματιστήριο — Το χ. είναι η επίσημη αγορά, όπου συναντώνται τα πρόσωπα που πωλούν και αγοράζουν ορισμένα αγαθά. Το χ. διαφέρει από τις άλλες αγορές ως προς το ότι τα αγαθά που ανταλλάσσονται σε αυτό δεν υπάρχουν αυτούσια. Για τον λόγο αυτό μπορούν να είναι… …   Dictionary of Greek

  • Βοσκοπούλα ή Βοσκοπούλα η εύμορφη — Τίτλος ποιμενικού ειδυλλίου της κρητικής λογοτεχνίας. Γράφτηκε στα τέλη του 16ου αι. ή στις αρχές του 17ου. Ο δημιουργός του είναι άγνωστος, από μερικούς όμως το έργο αποδίδεται στον Νικόλαο Δριμυτινό «εξ Αποκορώνου Κρήτης», ο οποίος και το… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”